Γαλατικοῦ

Γαλατικοῦ
Γαλατικός
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • νέμος — νέμος, τὸ (Α) 1. σύνδενδρος τόπος κατάλληλος για βοσκή, δάσος, άλσος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» β) «τὸ τοῡ ὀφθαλμοῡ κοῑλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. nemus «ιερό δάσος» και συνδέεται με αρχ. ιρλδ. nemed «ιερός …   Dictionary of Greek

  • Βοτέλ, Κλεμάν — (Clement Vautel, 1876 – 1954). Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σχολίαζε καθημερινά την επικαιρότητα από τις στήλες της γαλλικής Εφημερίδας και έγραψε μυθιστορήματα που φανερώνουν τη σπάνια σατιρική του ικανότητα και την επινοητικότητα της… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλαράτε — (Gallarate). Πόλη (46.500 κάτ. το 2002) της Ιταλίας. Βρίσκεται σε απόσταση 19 χλμ. από το Βαρέζε και διαθέτει βιομηχανία βαμβακερών ειδών. Η κωμόπολη υπήρξε τον 2ο αι. π.Χ. κέντρο γαλατικού πληθυσμού, που αργότερα συγχωνεύτηκε με τους Ρωμαίους.… …   Dictionary of Greek

  • Θεοβέρτος ή Θεοδεβέρτος — (ThibertTheodebert). Όνομα Φράγκων βασιλιάδων της Αυστρασίας. 1. Θ. Α’ (495 ή 505 – 547; μ.Χ.). Βασιλιάς της Αυστρασίας (533; 547;). Ήταν γιος του Θεοδώριχου Α’ και εγγονός του Φράγκου βασιλιά Κλόβη Α’. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός ηγέτης, πριν… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”